- παλαίγονος
- πᾰλαί-γονος, ον,A = παλαιγενής, Pi.O.13.50, 14.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλαίγονος — παλαίγονος, ον (Α) παλαιγενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
παλαιγόνου — παλαίγονος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιγόνων — παλαίγονος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιγονία — παλαιγονία, ἡ (Α) [παλαίγονος] η αρχαιότητα … Dictionary of Greek